- κριθήν
- κρῑθήν , κριθήbarleycornsfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίθην — κρί̆θην , κρίνω separate aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κρί̆θην , κρίνω separate aor ind pass 1st sg (homeric ionic) κρί̱θην , κριθάω to be barley fed imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κρί̱θην , κριθάω to be barley fed imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek